Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αιγιαλός
αιγιαλός
Greek
Noun
αιγιαλός
•
(
aigialós
)
m
(
plural
αιγιαλοί
)
Alternative form of
γιαλός
(
gialós
)
Declension
declension of
αιγιαλός
singular
plural
nominative
αιγιαλός
αιγιαλοί
genitive
αιγιαλού
αιγιαλών
accusative
αιγιαλό
αιγιαλούς
vocative
αιγιαλέ
αιγιαλοί
Similar Results