Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αιγυπτιολόγο
αιγυπτιολόγο
Greek
Noun
αιγυπτιολόγο
•
(
aigyptiológo
)
m
Accusative
singular
form of
αιγυπτιολόγος
(
aigyptiológos
)
.
Similar Results