Definify.com
Definition 2024
αιθουσάρχης
αιθουσάρχης
Greek
Noun
αιθουσάρχης • (aithousárchis) m (plural αιθουσάρχες)
Declension
declension of αιθουσάρχης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιθουσάρχης | αιθουσάρχες |
genitive | αιθουσάρχη | αιθουσαρχών |
accusative | αιθουσάρχη | αιθουσάρχες |
vocative | αιθουσάρχη | αιθουσάρχες |
Related terms
- αίθουσα f (aíthousa, “hall, auditorium”)