Definify.com
Definition 2024
αιμομίκτης
αιμομίκτης
Greek
Alternative forms
- αιμομίχτης f (aimomíchtis)
Noun
αιμομίκτης • (aimomíktis) m (plural αιμομίκτες, feminine αιμομίκτρια)
Declension
declension of αιμομίκτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιμομίκτης | αιμομίκτες |
genitive | αιμομίκτη | αιμομικτών |
accusative | αιμομίκτη | αιμομίκτες |
vocative | αιμομίκτη | αιμομίκτες |
Related terms
- see: αιμομιξία f (aimomixía, “incest”)