Definify.com

Definition 2024


αιμοφόρα_αγγεία

αιμοφόρα αγγεία

Greek

Noun

αιμοφόρα αγγεία (aimofóra angeía) n

  1. Genitive singular form of αιμοφόρο αγγείο (aimofóro angeío).