Definify.com
Definition 2024
αιμόπτυση
αιμόπτυση
Greek
Noun
αιμόπτυση • (aimóptysi) f (plural αιμοπτύσεις)
- (pathology) haemoptysis (UK), hemoptysis (US)
Declension
declension of αιμόπτυση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιμόπτυση | αιμοπτύσεις |
genitive | αιμόπτυσης / αιμοπτύσεως | αιμοπτύσεων |
accusative | αιμόπτυση | αιμοπτύσεις |
vocative | αιμόπτυση | αιμοπτύσεις |
Related terms
- see: αίμα n (aíma, “blood”)
External links
- αιμόπτυση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el