Definify.com
Definition 2024
αισθαντικότητα
αισθαντικότητα
Greek
Noun
αισθαντικότητα • (aisthantikótita) f (uncountable)
Declension
declension of αισθαντικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αισθαντικότητα | αισθαντικότητες |
genitive | αισθαντικότητας | αισθαντικοτήτων |
accusative | αισθαντικότητα | αισθαντικότητες |
vocative | αισθαντικότητα | αισθαντικότητες |
Related terms
- see: αισθάνομαι (aisthánomai, “to feel, to sense”)