Definify.com
Definition 2024
αισθητικέ
αισθητικέ
Greek
Adjective
αισθητικέ • (aisthitiké)
- Vocative masculine singular form of αισθητικός (aisthitikós).
Noun
αισθητικέ • (aisthitiké) m
- Vocative singular form of αισθητικός (aisthitikós).
αισθητικέ • (aisthitiké)
αισθητικέ • (aisthitiké) m