Definify.com

Definition 2024


αιτιολόγηση

αιτιολόγηση

Greek

Noun

αιτιολόγηση (aitiológisi) f (plural αιτιολογήσεις)

  1. justification, rationale

Declension

Related terms

  • and see: αίτιος (aítios, causative, responsible)