Definify.com
Definition 2024
αιτιολόγηση
αιτιολόγηση
Greek
Noun
αιτιολόγηση • (aitiológisi) f (plural αιτιολογήσεις)
Declension
declension of αιτιολόγηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιτιολόγηση | αιτιολογήσεις |
genitive | αιτιολόγησης / αιτιολογήσεως | αιτιολογήσεων |
accusative | αιτιολόγηση | αιτιολογήσεις |
vocative | αιτιολόγηση | αιτιολογήσεις |
Related terms
- αιτιολογία f (aitiología, “explanation, aetiology”)
- and see: αίτιος (aítios, “causative, responsible”)