Definify.com
Definition 2024
ακαθαρσία
ακαθαρσία
Greek
Noun
ακαθαρσία • (akatharsía) f (plural ακαθαρσίες)
Declension
declension of ακαθαρσία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακαθαρσία | ακαθαρσίες |
genitive | ακαθαρσίας | ακαθαρσιών |
accusative | ακαθαρσία | ακαθαρσίες |
vocative | ακαθαρσία | ακαθαρσίες |
Related terms
- ακαθάριστος (akatháristos, “unclean, gross”)
- ακάθαρτος (akáthartos, “dirty, polluted”)