Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ακακία
ακακία
See also:
ἀκακία
Greek
Noun
ακακία
•
(
akakía
)
f
(
plural
ακακίες
)
acacia
(
shrub or tree
)
Declension
declension of
ακακία
singular
plural
nominative
ακακία
ακακίες
genitive
ακακίας
ακακιών
accusative
ακακία
ακακίες
vocative
ακακία
ακακίες
Similar Results