Definify.com
Definition 2025
ακαταλόγιστο
ακαταλόγιστο
Greek
Noun
ακαταλόγιστο • (akatalógisto) n (plural ακαταλόγιστα)
Declension
declension of ακαταλόγιστο
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | ακαταλόγιστο | ακαταλόγιστα |
| genitive | ακαταλόγιστου | ακαταλόγιστων |
| accusative | ακαταλόγιστο | ακαταλόγιστα |
| vocative | ακαταλόγιστο | ακαταλόγιστα |
Related terms
- ακαταλόγιστος (akatalógistos, “irresponsible”)