Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ακινητοποίησης
ακινητοποίησης
Greek
Noun
ακινητοποίησης
•
(
akinitopoíisis
)
f
Genitive
singular
form of
ακινητοποίηση
(
akinitopoíisi
)
.
Similar Results