Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ακολασία
ακολασία
Greek
Noun
ακολασία
•
(
akolasía
)
f
(
plural
ακολασίες
)
debauchery
Declension
declension of
ακολασία
singular
plural
nominative
ακολασία
ακολασίες
genitive
ακολασίας
ακολασιών
accusative
ακολασία
ακολασίες
vocative
ακολασία
ακολασίες
Related terms
ακόλαστος
(
akólastos
,
“
lecherous
”
, adj
)
Etymology
From
Ancient Greek
ἀκολασία
(
akolasía
)
.
Pronunciation
IPA
(key)
:
/akɔlaˈsia/
Hyphenation:
α‧κο‧λα‧σί‧α
Similar Results