Definify.com
Definition 2024
ακροάτρια
ακροάτρια
Greek
Noun
ακροάτρια • (akroátria) f (plural ακροάτριες, masculine ακροατής)
Declension
declension of ακροάτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακροάτρια | ακροάτριες |
genitive | ακροάτριας | ακροατριών |
accusative | ακροάτρια | ακροάτριες |
vocative | ακροάτρια | ακροάτριες |
Related terms
- ακροατήριο n (akroatírio, “audience”)