Definify.com
Definition 2024
ακρυλαμίδιο
ακρυλαμίδιο
Greek
Noun
ακρυλαμίδιο • (akrylamídio) n (plural ακρυλαμίδια)
Declension
declension of ακρυλαμίδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακρυλαμίδιο | ακρυλαμίδια |
genitive | ακρυλαμιδίου | ακρυλαμιδίων |
accusative | ακρυλαμίδιο | ακρυλαμίδια |
vocative | ακρυλαμίδιο | ακρυλαμίδια |