Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ακτίδα
ακτίδα
Greek
Noun
ακτίδα
•
(
aktída
)
f
(
plural
ακτίδες
)
Alternative form of
αχτίδα
(
achtída
)
(
possibly a misspelling
)
Declension
declension of
ακτίδα
singular
plural
nominative
ακτίδα
ακτίδες
genitive
ακτίδας
ακτίδων
accusative
ακτίδα
ακτίδες
vocative
ακτίδα
ακτίδες
Similar Results