Definify.com
Definition 2024
ακτινολόγος
ακτινολόγος
Greek
Noun
ακτινολόγος • (aktinológos) m, f (plural ακτινολόγοι)
Declension
declension of ακτινολόγος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακτινολόγος | ακτινολόγοι |
genitive | ακτινολόγου | ακτινολόγων |
accusative | ακτινολόγο | ακτινολόγους |
vocative | ακτινολόγε | ακτινολόγοι |
Synonyms
- (radiographer): τεχνολόγος m, f (technológos)
Related terms
- see: ακτίνα Χ f (aktína Ch, “x-ray”)