Definify.com
Definition 2024
ακύρωση
ακύρωση
Greek
Noun
ακύρωση • (akýrosi) f (plural ακυρώσεις)
- annulment, invalidation
- punching (a ticket)
- vacating (of a legal opinion)
Declension
declension of ακύρωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακύρωση | ακυρώσεις |
genitive | ακύρωσης / ακυρώσεως | ακυρώσεων |
accusative | ακύρωση | ακυρώσεις |
vocative | ακύρωση | ακυρώσεις |