Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αλέκτορας
αλέκτορας
Greek
Noun
αλέκτορας
•
(
aléktoras
)
m
(
plural
αλέκτορες
)
(
rare
)
cock
,
rooster
(
male chicken
)
Declension
declension of
αλέκτορας
singular
plural
nominative
αλέκτορας
αλέκτορες
genitive
αλέκτορα
αλεκτόρων
accusative
αλέκτορα
αλέκτορες
vocative
αλέκτορα
αλέκτορες
Synonyms
see:
κόκορας
m
(
kókoras
)
Similar Results