Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αλέτρι
αλέτρι
Greek
Noun
αλέτρι
•
(
alétri
)
n
(
plural
αλέτρια
)
(
agriculture
)
plough
Declension
declension of
αλέτρι
singular
plural
nominative
αλέτρι
αλέτρια
genitive
αλετριού
αλετριών
accusative
αλέτρι
αλέτρια
vocative
αλέτρι
αλέτρια
Synonyms
άροτρο
n
(
árotro
)
Similar Results