Definify.com
Definition 2024
αλεξικέραυνο
αλεξικέραυνο
Greek
Noun
αλεξικέραυνο • (alexikéravno) n (plural αλεξικέραυνα)
Declension
declension of αλεξικέραυνο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλεξικέραυνο | αλεξικέραυνα |
genitive | αλεξικέραυνου | αλεξικέραυνων |
accusative | αλεξικέραυνο | αλεξικέραυνα |
vocative | αλεξικέραυνο | αλεξικέραυνα |