Definify.com
Definition 2024
αλευρόμυλος
αλευρόμυλος
Greek
Noun
αλευρόμυλος • (alevrómylos) f (plural αλευρόμυλοι)
Declension
declension of αλευρόμυλος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλευρόμυλος | αλευρόμυλοι |
genitive | αλευρόμυλου | αλευρόμυλων |
accusative | αλευρόμυλο | αλευρόμυλους |
vocative | αλευρόμυλε | αλευρόμυλοι |
Related terms
- see: mill m (mill)