Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αλκίνιο
αλκίνιο
Greek
Noun
αλκίνιο
•
(
alkínio
)
n
(
plural
αλκίνια
)
(
organic chemistry
)
alkyne
(
eg:
acetylene
)
Declension
declension of
αλκίνιο
singular
plural
nominative
αλκίνιο
αλκίνια
genitive
αλκινίου
αλκινίων
accusative
αλκίνιο
αλκίνια
vocative
αλκίνιο
αλκίνια
Similar Results