Definify.com
Definition 2024
αλκοόλη
αλκοόλη
Greek
Noun
αλκοόλη • (alkoóli) f (plural αλκοόλες)
Declension
declension of αλκοόλη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλκοόλη | αλκοόλες |
genitive | αλκοόλης | αλκοολών |
accusative | αλκοόλη | αλκοόλες |
vocative | αλκοόλη | αλκοόλες |
Related terms
- αλκοόλ n (alkoól)
- οινόπνευμα n (oinópnevma)
- (ethanol): αιθανόλη f (aithanóli)