Definify.com
Definition 2024
αλληλογραφία
αλληλογραφία
Greek
Noun
αλληλογραφία • (allilografía) f
Declension
declension of αλληλογραφία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλληλογραφία | αλληλογραφίες |
genitive | αλληλογραφίας | αλληλογραφιών |
accusative | αλληλογραφία | αλληλογραφίες |
vocative | αλληλογραφία | αλληλογραφίες |