Definify.com
Definition 2024
αλχημίστρια
αλχημίστρια
Greek
Noun
αλχημίστρια • (alchimístria) f (plural αλχημίστριες, masculine αλχημιστής)
Declension
declension of αλχημίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλχημίστρια | αλχημίστριες |
genitive | αλχημίστριας | αλχημιστριών |
accusative | αλχημίστρια | αλχημίστριες |
vocative | αλχημίστρια | αλχημίστριες |