Definify.com
Definition 2024
αμέθυστους
αμέθυστους
See also: αμεθύστους
Greek
Adjective
αμέθυστους • (améthystous)
- Accusative masculine plural form of αμέθυστος (améthystos).
Noun
αμέθυστους • (améthystous) m
- Accusative plural form of αμέθυστος (améthystos).