Definify.com
Definition 2025
αμαρτωλότητα
αμαρτωλότητα
Greek
Noun
αμαρτωλότητα • (amartolótita) f (plural αμαρτωλότητες)
Declension
declension of αμαρτωλότητα
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αμαρτωλότητα | αμαρτωλότητες |
| genitive | αμαρτωλότητας | αμαρτωλοτήτων |
| accusative | αμαρτωλότητα | αμαρτωλότητες |
| vocative | αμαρτωλότητα | αμαρτωλότητες |
Related terms
- see: αμαρτία f (amartía, “sin”)
Synonyms
- αμαρτωλή f (amartolí)