Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αμερικανικής
αμερικανικής
See also:
αμερικάνικης
Greek
Adjective
αμερικανικής
•
(
amerikanikís
)
Genitive
feminine
singular
form of
αμερικανικός
(
amerikanikós
)
.
Similar Results