Definify.com
Definition 2024
αμμώνια
αμμώνια
See also: αμμωνία
Greek
Noun
αμμώνια • (ammónia) n
- Nominative plural form of αμμώνιο (ammónio).
- Accusative plural form of αμμώνιο (ammónio).
- Vocative plural form of αμμώνιο (ammónio).
αμμώνια • (ammónia) n