Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αμοιβάδα
αμοιβάδα
Greek
Noun
αμοιβάδα
•
(
amoiváda
)
f
(
plural
αμοιβάδες
)
(
microbiology
)
amoeba
Declension
declension of
αμοιβάδα
singular
plural
nominative
αμοιβάδα
αμοιβάδες
genitive
αμοιβάδας
αμοιβάδων
accusative
αμοιβάδα
αμοιβάδες
vocative
αμοιβάδα
αμοιβάδες
Similar Results