Definify.com
Definition 2024
αμορτισέρ
αμορτισέρ
Greek
Noun
αμορτισέρ • (amortisér) n (invariable)
- shock absorber, damper
- τηλεσκοπικό αμορτισέρ (telescopic shock absorber)
Synonyms
- (rare): αμορτισεράς m (amortiserás)
αμορτισέρ • (amortisér) n (invariable)