Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αμπελώνας
αμπελώνας
Greek
Noun
αμπελώνας
•
(
ampelónas
)
m
(
plural
αμπελώνες
)
vineyard
Declension
declension of
αμπελώνας
singular
plural
nominative
αμπελώνας
αμπελώνες
genitive
αμπελώνα
αμπελώνων
accusative
αμπελώνα
αμπελώνες
vocative
αμπελώνα
αμπελώνες
Synonyms
αμπέλι
n
(
ampéli
)
(
more common
)
Pronunciation
IPA:
[ambeˈlonas]
Similar Results