Definify.com
Definition 2024
ανάδραση
ανάδραση
Greek
Noun
ανάδραση • (anádrasi) f (uncountable)
- feedback (in an electrical or biological process)
Declension
declension of ανάδραση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ανάδραση | αναδράσεις | |
genitive | ανάδρασης / αναδράσεως | αναδράσεων | |
accusative | ανάδραση | αναδράσεις | |
vocative | ανάδραση | αναδράσεις | |
In some dictionaries this word is recorded as uncountable. |
Derived terms
- αναδραστικός (anadrastikós)