Definify.com
Definition 2024
ανάλυση
ανάλυση
Greek
Noun
ανάλυση • (análysi) f
Declension
declension of ανάλυση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανάλυση | αναλύσεις |
genitive | ανάλυσης / αναλύσεως | αναλύσεων |
accusative | ανάλυση | αναλύσεις |
vocative | ανάλυση | αναλύσεις |