Definify.com
Definition 2024
ανάμειξη
ανάμειξη
Greek
Alternative forms
- ανάμιξη n (anámixi)
Noun
ανάμειξη • (anámeixi) f (plural αναμείξεις)
Declension
declension of ανάμειξη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανάμειξη | αναμείξεις |
genitive | ανάμειξης / αναμείξεως | αναμείξεων |
accusative | ανάμειξη | αναμείξεις |
vocative | ανάμειξη | αναμείξεις |