Definify.com
Definition 2024
ανέγερση
ανέγερση
Greek
Noun
ανέγερση • (anégersi) f (plural ανεγέρσεις)
- erection (construction)
Declension
declension of ανέγερση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανέγερση | ανεγέρσεις |
genitive | ανέγερσης / ανεγέρσεως | ανεγέρσεων |
accusative | ανέγερση | ανεγέρσεις |
vocative | ανέγερση | ανεγέρσεις |