Definify.com
Definition 2024
αναβάτης
αναβάτης
Greek
Noun
αναβάτης • (anavátis) m (plural αναβάτες, feminine αναβάτρια)
Declension
declension of αναβάτης
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αναβάτης | αναβάτες | |
genitive | αναβάτη | αναβατών | |
accusative | αναβάτη | αναβάτες | |
vocative | αναβάτη | αναβάτες | |
Katharevousa forms: αναβάτου, αναβάτην |
Synonyms
- (climber): ορειβάτης m (oreivátis)