Definify.com

Definition 2024


αναγράμματα

αναγράμματα

Greek

Noun

αναγράμματα (anagrámmata) n

  1. nominative plural of ανάγραμμα (anágramma)
  2. accusative plural of ανάγραμμα (anágramma)
  3. vocative plural of ανάγραμμα (anágramma)