Definify.com
Definition 2024
αναδάσωση
αναδάσωση
Greek
Noun
αναδάσωση • (anadásosi) f (plural αναδασώσεις)
Declension
declension of αναδάσωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναδάσωση | αναδασώσεις |
genitive | αναδάσωσης / αναδασώσεως | αναδασώσεων |
accusative | αναδάσωση | αναδασώσεις |
vocative | αναδάσωση | αναδασώσεις |