Definify.com
Definition 2025
αναδιάρθρωση
αναδιάρθρωση
Greek
Noun
αναδιάρθρωση • (anadiárthrosi) f (plural αναδιαρθρώσεις)
Declension
declension of αναδιάρθρωση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αναδιάρθρωση | αναδιαρθρώσεις |
| genitive | αναδιάρθρωσης / αναδιαρθρώσεως | αναδιαρθρώσεων |
| accusative | αναδιάρθρωση | αναδιαρθρώσεις |
| vocative | αναδιάρθρωση | αναδιαρθρώσεις |