Definify.com
Definition 2025
αναζήτηση
αναζήτηση
Greek
Noun
αναζήτηση • (anazítisi) f (plural αναζητήσεις)
Declension
declension of αναζήτηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναζήτηση | αναζητήσεις |
genitive | αναζήτησης / αναζητήσεως | αναζητήσεων |
accusative | αναζήτηση | αναζητήσεις |
vocative | αναζήτηση | αναζητήσεις |
Synonyms
- έρευνα (érevna)
Related terms
- μηχανή αναζήτησης f (michaní anazítisis, “search engine”)
External links
- αναζήτηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el