Definify.com
Definition 2024
αναισθησία
αναισθησία
Greek
Noun
αναισθησία • (anaisthisía) f
Declension
declension of αναισθησία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναισθησία | αναισθησίες |
genitive | αναισθησίας | αναισθησιών |
accusative | αναισθησία | αναισθησίες |
vocative | αναισθησία | αναισθησίες |