Definify.com
Definition 2024
ανακαλύφτηκα
ανακαλύφτηκα
Greek
Alternative forms
- ανακαλύφθηκα (anakalýfthika)
Verb
ανακαλύφτηκα • (anakalýftika)
- first-person singular simple past of ανακαλύπτομαι (anakalýptomai)
ανακαλύφτηκα • (anakalýftika)