Definify.com
Definition 2024
ανακοινώνω
ανακοινώνω
Greek
Verb
ανακοινώνω • (anakoinóno) (simple past ανακοίνωσα, passive form ανακοινώνομαι)
- announce, declare (make people aware of something)
- Τις νέες διοικήσεις σε νοσοκομεία ανακοίνωσε το υπουργείο Υγείας.
- New administrations in hospitals announced by Ministry of Health.
- Τις νέες διοικήσεις σε νοσοκομεία ανακοίνωσε το υπουργείο Υγείας.
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.