Definify.com
Definition 2024
ανακριτής
ανακριτής
Greek
Noun
ανακριτής • (anakritís) m (plural ανακριτές, feminine ανακρίτρια)
Declension
declension of ανακριτής
Related terms
- ανακριτική f (anakritikí, “interrogation”)
ανακριτής • (anakritís) m (plural ανακριτές, feminine ανακρίτρια)