Definify.com
Definition 2024
αναλαμβάνω
αναλαμβάνω
See also: ἀναλαμβάνω
Greek
Alternative forms
- αναλαβαίνω (analavaíno)
Verb
αναλαμβάνω • (analamváno) (simple past ανέλαβα or ανάλαβα, passive form αναλαμβάνομαι)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.