Definify.com
Definition 2024
αναλγητικοί
αναλγητικοί
Greek
Adjective
αναλγητικοί • (analgitikoí)
- Nominative masculine plural form of αναλγητικός (analgitikós).
- Vocative masculine plural form of αναλγητικός (analgitikós).
αναλγητικοί • (analgitikoí)