Definify.com
Definition 2024
αναλόγιο
αναλόγιο
Greek
Noun
αναλόγιο • (analógio) n
Declension
declension of αναλόγιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναλόγιο | αναλόγια |
genitive | αναλογίου | αναλογίων |
accusative | αναλόγιο | αναλόγια |
vocative | αναλόγιο | αναλόγια |